- Πύργοισιν
- Πύργοςtowermasc dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πύργοισιν — πύργος tower masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκεπής — ές, Α 1. ο σκεπασμένος ολόγυρα, καλυμμένος ολόγυρα, στεγασμένος τελείως («ὄρος θάμνοισι περισκεπές», Καλλ.) 2. αυτός που καλύπτει, που προστατεύει ολόγυρα («πύργοισιν περισκεπέεσιν», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα,… … Dictionary of Greek
πρόσημαι — Α 1. κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι (α. «δώμασιν προσήμεναι», Αισχύλ. β. «προσήμεθα βωμοῑσι», Σοφ.) 2. πολιορκώ («προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἧμαι «κάθομαι»] … Dictionary of Greek